Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διχρονία — διχρονία, η (Α) 1. (μετρ.) δύο βραχύχρονες συλλαβές 2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός 6 … Dictionary of Greek
διχρονίαν — διχρονίᾱν , διχρονία two short syllables fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)